«Μερόπη», «Ακίς» «Σίφανος», «Σιφάντο» είναι μερικά από τα ονόματα που αποδίδονται στο νησί της Σίφνου κατά τη μακρόχρονη ιστορική πορεία του.
Την ονομασία «Σίφνος» το νησί την οφείλει στο Σίφνο, γιο του Αττικού ήρωα Σούνιου, ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στο επίθετο «σιφνός» που σημαίνει «κενός» – «κούφιος» και παραπέμπει στην ύπαρξη πολυάριθμων γαλαριών και στοών, αποτέλεσμα της έντονης μεταλλευτικής δραστηριότητας.
Από τους τάφους και τα θεμέλια οικισμών που ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Χρήστος Τούντας σε παράκτιες κυρίως θέσεις του νησιού, συνάγεται ότι η πρώτη κατοίκηση στο νησί έγινε το δεύτερο μισό της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Ως πρώτοι κάτοικοι αναφέρονται οι Πελασγοί και αργότερα οι Κάρες, οι Λέλεγες και οι Φοίνικες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι κάτοικοι αυτοί εκδιώχτηκαν από το βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, ο οποίος εγκατέστησε στις Κυκλάδες τους γιους του ως ηγεμόνες.
Από τα ευρήματα της Ακρόπολης του Αγίου Ανδρέα τεκμαίρεται ότι το νησί γνώρισε μεγάλη ακμή και αναδείχτηκε σε κέντρο του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού κατά την 3η χιλιετία π.Χ., ενώ σύμφωνα με την παράδοση, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, εγκαταστάθηκαν στη Σίφνο Ίωνες με επικεφαλής τον Αλκήνορα. Με την άφιξη των νέων οικιστών ξεκινά μια νέα εποχή κατά την οποία ιδρύεται, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το «άστυ» στην ανατολική πλευρά του νησιού, στο σημερινό Κάστρο.
Η Σίφνος υπήρξε ένα από τα πλουσιότερα νησιά των Κυκλάδων, χάρη στα χρυσωρυχεία, τα αργυρωρυχεία και την ανάπτυξη της κεραμικής τέχνης. Ο πλούτος αυτός επιβεβαιώνεται τόσο από τις μελέτες και τις ανασκαφές όσο και από την κοπή νομίσματος γύρω στο 600 π.Χ. και την ανοικοδόμηση, το 525 π.Χ., του γνωστού “Θησαυρού των Σιφνίων” στο Ιερό των Δελφών, ενός ιωνικού κτηρίου με πλούσια γλυπτική διακόσμηση, ιδιαίτερη αισθητική και καλλιτεχνική αξία. Παράλληλα στις μία από τις τρεις πόλεις του νησιού, στη Σίφνο, κατασκευάστηκαν αγορά και πρυτανείο από παριανό μάρμαρο.
Κατά τους περσικούς πολέμους η Σίφνος έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με μία πεντηκόντορο και αργότερα έγινε μέλος της Α’ και Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Εξαιτίας των αρνητικών εξελίξεων που σημειώθηκαν στον ευρύτερο χώρο τα επόμενα χρόνια η Σίφνος έχασε σταδιακά τον πλούτο που είχε κατά την αρχαϊκή περίοδο, ενώ κατά την ελληνιστική περίοδο και στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση το νησί πληθυσμιακά αποδυναμώθηκε εξαιτίας των συστηματικών πειρατικών επιδρομών, όπως άλλωστε και όλα τα νησιά του Αιγαίου.
Οι πληροφορίες για τη Σίφνο της βυζαντινής περιόδου είναι εξαιρετικά περιορισμένες: κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο η Σίφνος ανήκε διοικητικά στην επαρχία Αχαΐας του Ανατολικού Ιλλυρικού και συμμετείχε στο μικρό στόλο των Κυκλάδων, ενώ κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο η εμπορική της σημασία ενισχύθηκε. Επιπλέον στην περίοδο της εικονομαχίας πολλοί πνευματικοί άνθρωποι και κληρικοί βρήκαν καταφύγιο στη Σίφνο, συμβάλλοντας έτσι στην πνευματική ανάτασή της.
Μετά τη Σταυροφορία του 1204 η Σίφνος εντάχθηκε στο Δουκάτο της Νάξου, που ίδρυσε το 1207 ο Μάρκος Σανούδος. Το 1269 καταλήφθηκε ξανά από τους Βυζαντινούς, ενώ το 1307 περιήλθε στο Γιαννούλη Ντακορώνια, ο οποίος κήρυξε τον εαυτό του ανεξάρτητο ηγεμόνα. Ο Ντακορώνια οχύρωσε το νησί και την πόλη με ισχυρό κάστρο, για να αντιμετωπίσει τους δούκες της Νάξου που διεκδικούσαν το νησί. Το 1464 η Σίφνος πέρασε στην οικογένεια Γκοτζαντίνοι και παρέμεινε σε αυτούς ως το 1566, που οι Τούρκοι κατέλαβαν τις Κυκλάδες και παραχώρησαν τη διοίκησή τους στον Ιωσήφ Νάζι. Ωστόσο οι Γκοτζαντίνοι παρέμειναν στο νησί έως το 1617, υποτελείς στο Σουλτάνο και με σκιώδη δικαιοδοσία.
Με τους ευνοϊκούς όρους που δημιουργήθηκαν από τους ορισμούς των Σουλτάνων τα επόμενα χρόνια, σημειώθηκε στο νησί μεγάλη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη.
Η οικονομία της Σίφνου στηρίχτηκε περισσότερο στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, λιγότερο στο εμπόριο, και υπήρξε σημαντική, όπως αποδεικνύεται από την ύπαρξη στο νησί προξενείων της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ολλανδίας.
Το 1687 ιδρύθηκε στη Σίφνο η περίφημη Σχολή του Παναγίου Τάφου, γνωστή ως «Παιδευτήριο του Αρχιπελάγους», όπου δίδαξαν σπουδαίοι δάσκαλοι, όπως ο Εμμανουήλ Τροχάνης και ο Νικόλαος Χρυσόγελος. Στη Σχολή φοίτησαν περισσότεροι από πενήντα Σίφνιοι που αργότερα διακρίθηκαν στην εκκλησιαστική ιεραρχία, καταλαμβάνοντας επιφανείς αρχιερατικούς θρόνους.
Ταυτόχρονα στη Σίφνο δημιουργήθηκαν συνθήκες που ευνόησαν την ανάπτυξη του κοινοτικού θεσμού αυτοδιοίκησης, με κύριο όργανο τη Γενική Συνέλευση του Κοινού.
Η Σίφνος συμμετείχε στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821 με εκστρατευτικό σώμα που οργάνωσε ο Νικόλαος Χρυσόγελος και δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην Πελοπόννησο.
Μετά την Επανάσταση, η Σίφνος παρουσίασε ακμή σε όλους τους τομείς και κυρίως στα γράμματα, αναδεικνύοντας σπουδαίους επιστήμονες, λογοτέχνες και λογίους (Ιωάννης Γρυπάρης, Νικόλαος Δεκαβάλλας, Κωνσταντίνος Διαλεισμάς, Ιάκωβος Δραγάτσης, Άριστος Καμπάνης, Απόστολος Μακράκης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Θεοδόσης Σπεράντσας, Αντώνιος Ζηλήμων, Γεώργιος Μαριδάκης, κ.ά.)
Η Σίφνος γνώρισε την ιταλική κατοχή το διάστημα από το 1941 έως το 1944.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου πολλοί Σίφνιοι διετέλεσαν Βουλευτές, όπως ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Αντώνιος Πρεζάνης, ο αρχίατρος Γεώργιος Κουλούρης κ.ά., ενώ Υπουργός Δικαιοσύνης, Οικονομικών και αργότερα Εσωτερικών διετέλεσε ο Σίφνιος Κωνσταντίνος Προβελέγγιος.